- κρηταίος
- κρηταῑος, -αία, -ον (Α)αυτός που ανήκει στην Κρήτη ή προέρχεται από αυτήν, κρητικός.[ΕΤΥΜΟΛ. < Κρήτη + κατάλ. -αῖος (πρβλ. Αθην-αίος, Θηβ-αίος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Κρηταῖος — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κρηταῖον — Κρηταῖος masc/fem acc sg Κρηταῖος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κρηταίου — Κρηταῖος masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)